τσάι, το, ουσ. [<ρωσ. tsai, κινεζ. αρχής], το τσάι. 1. σε θέση επιρρ., διόλου, τίποτα, καθόλου: «δε μου ’μεινε τσάι απ’ το εμπόρευμα που έφερα». 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το χασίσι: «έχω λίγο τσάι σπίτι, κι αν κάνεις κέφι, πάμε να το πιούμε». Υποκορ. τσαγάκι, το·
- δεν τρέχει τσάι, α. με κανέναν τρόπο, δεν υπάρχει περίπτωση, σε καμιά περίπτωση: «θα μου δανείσεις εκείνα τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει τσάι || θα με βοηθήσεις αύριο στη μετακόμιση που θα κάνω; -Δεν τρέχει τσάι». β. δε συμβαίνει, δε γίνεται τίποτα: «είναι αλήθεια πως γίνεται μεγάλη φασαρία στο μπαρ; -Δεν τρέχει τσάι». Συνών. δεν τρέχει κάστανο·
- μ’ έστειλε για τσάι, δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικών σχέσεων, έφαγα χυλόπιτα: «όταν της έκανα την πρόταση, ήμουν σίγουρος πως θα δεχτεί, αλλά, φίλε μου, μ’ έστειλε για τσάι». Συνών. μ’ έστειλε αλλού (β).